- δοξάζονται
- δοξάζωthinkpres ind mp 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κυδιάνειρα — κυδιάνειρα, ἡ (Α) 1. (συν. για μάχη) αυτή με την οποία δοξάζονται οι άνδρες 2. (για πόλη) η φημισμένη για τους άνδρες της. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος*. Η λ. εμφανίζει θ. κυδι (< κῦδος) + άνειρα (θηλ. τού ἀνήρ), πρβλ. βωτι άνειρα] … Dictionary of Greek
Τσάπλιν, Τσαρλς Σπένσερ — (Chaplin, Λονδίνο 1889 – Βεβέ, Ελβετία 1977). Άγγλος ηθοποιός και σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Γιος πλανόδιων ηθοποιών, πέρασε την παιδική του ηλικία σε περιπέτειες και σε φτώχεια, γεγονός που άφησε βαθιά ίχνη στον χαρακτήρα του. Εμφανίστηκε σε … Dictionary of Greek